- νυκτοφάνεια
- νυκτο-φάνεια [pron. full] [φᾰ], ἡ,A shining by night, epith. of the moon, PMag.Par.1.2523.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοφάνεια — νυκτοφάνεια, ἡ (Α) (για τη Σελήνη) αυτή που λάμπει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φάνεια (< φανής < φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ηλιοφάνεια] … Dictionary of Greek
νυκτοφάνεια — shining by night fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)